Dictionary of Greek. 2013.
υψίλοφος — και ὑψήλοφος και ὑψόλοφος, ον, Α 1. υψικόρυφος 2. (γενικά) υψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + λόφος] … Dictionary of Greek